- εμβυθίζω
- μετ. погружать, окунать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμβυθίζω — (AM ἐμβυθίζω) βυθίζω μέσα σε κάτι … Dictionary of Greek
ἐμβυθιζόμεθα — ἐμβυθίζω cause to sink to the bottom pres ind mp 1st pl ἐμβυθίζω cause to sink to the bottom imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβυθίζεσθαι — ἐμβυθίζω cause to sink to the bottom pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek